Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πέφτω σε απελπισία

  • 1 впасть

    впаду, впадёшь, παρλθ. χρ. впал, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. впавший ρ,σ.
    1. εισέχω, σχηματίζω εισοχή• κοιλαίνω.
    2. πέφτω, περιπέφτω• περιέρχομαι•

    впасть в отчаяние πέφτω σε απελπισία, με πιάνει απελπισία•

    впасть в бедность πέφτω σε φτώχεια, φτωχεύω•

    впасть в ошибку πέφτω σε λάθος.

    εκφρ.
    впасть в немилость – πέφτω σε δυσμένεια•
    впасть в противоречие – πέφτω σε αντίφαση, αντιφάσκω.

    Большой русско-греческий словарь > впасть

  • 2 отчаяние

    отчаяние с η απελπισία* приходить в \отчаяние πέφτω σε απελπισία
    * * *
    с
    η απελπισία

    приходи́ть в отча́яние — πέφτω σε απελπισία

    Русско-греческий словарь > отчаяние

  • 3 впадать

    впадать
    несов
    1. (о реке) χύνομαι, ἐκβάλλω·
    2. (в какое-л. состояние) πέφτω, ἐμπίπτω, περιπίπτω:
    \впадать в отчаяние ἀπελπίζομαι, πέφτω σέ ἀπελπισία·
    3. (вваливаться\впадать о щеках и т. п.) κοιλαίνο-μαι, εἶμαι κοίλος· ◊ \впадать в немилость πέφτω σέ δυσμένειά \впадать в детство ξανα-μωραίνομαι· \впадать в ошибку πέφτω σέ σφάλμα, κάνω λάθος· \впадать в противоречие ἔρχο-μαι σέ ἀντίφαση (или ἀντίθεση), ἀντιφάσκω.

    Русско-новогреческий словарь > впадать

  • 4 отчаяние

    отчаяии||е
    с ἡ ἀπόγνωση [-ις], ὁ ἀπελπισμός, ἡ ἀπελπισία:
    приходить, впадать в \отчаяние πέφτω σέ ἀπελπισία· говорить с \отчаяниеем в голосе μιλώ μέ ἀπελπισμένη φωνή.

    Русско-новогреческий словарь > отчаяние

  • 5 прийти

    прийти 1) έρχομαι, φτάνω· \прийти домой έρχομαι στο σπίτι' \прийти первым φτάνω πρώτος 2) (κ чему-л.) καταλήγω· \прийти к власти έρχομαι στην εξουσία· \прийти к соглашению καταλήγω σε συμφωνία 3) (β какое-либо состояние): \прийти в отчаяние απελπίζομαι, πέφτω σε απελ πισία, καταντώ ◇ мне пришло в голову μου κατέβηκε μια ιδέα
    * * *
    1) έρχομαι, φτάνω

    прийти́ домо́й — έρχομαι στο σπίτι

    прийти́ пе́рвым — φτάνω πρώτος

    2) (к чему-л.) καταλήγω

    прийти́ к вла́сти — έρχομαι στην εξουσία

    прийти́ к соглаше́нию — καταλήγω σε συμφωνία

    прийти́ в отча́яние — απελπίζομαι, πέφτω σε απελπισία, καταντώ

    ••

    мне пришло́ в го́лову — μου κατέβηκε μια ιδέα

    Русско-греческий словарь > прийти

  • 6 отчаяние

    ουδ.
    απελπισία• απόγνωση•

    приходить в отчаяние έρχομαι σε απελπισία•

    быть в -и είμαι σε απελπισία•

    впасть в отчаяние πέφτω (ιΐε• отчаяниеριπίπτω) σε απελπισία.

    Большой русско-греческий словарь > отчаяние

  • 7 повергнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. поверг κ. παλ. повергнул
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. повргший κ. поврщувший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. повергнутый, βρ: -нут, -а, -о κ. поверженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παλ. ρίχνω κάτω, καταρρίπτω γκρεμίζω•

    повергнуть наземь ρίχνω καταγής•

    буря -ла дуб η θύελλα έρριξε καταγής τη βαλανιδιά•

    болезнь -ла его на пс-стль (μτφ.) η αρρώστεια τον έρριξεστο κρεβάτι.

    || μτφ. νικώ, συντρίβω.
    2. οδηγώ, φέρω (σε κατάσταση)•

    эта весть -ла его в отчаяние αυτή η είδηση τον έφερε σε απελπισία.

    εκφρ.
    повергнуть к стопам кого – (για υψηλή προσωπικότητα) υποβάλλω (παρακαλώ) ταπεινά.
    1. παλ. πέφτω (ρίχνομαι) στα πόδια, προσκυνώ, ικετεύω γονυπετώς.
    2. φέρομαι, οδηγούμαι, περιέρχομαι•

    повергнуть в отчаяние περιέρχομαι σε απελπισία.

    Большой русско-греческий словарь > повергнуть

См. также в других словарях:

  • προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»